παρακελευόμενοι

παρακελευόμενοι
παρακελεύομαι
recommend
pres part mp masc nom/voc pl
παρακελεύομαι
recommend
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρακελεύομαι — και σπάν. ενεργ. τ. παρακελεύω Α 1. παραγγέλλω, προστάζω, δίνω εντολή σε κάποιον να κάνει κάτι 2. παρακινώ, παροτρύνω, ενθαρρύνω 3. εγκαρδιώνω και εγκαρδιώνομαι αμοιβαία, ταυτοχρόνως («θαρσήσαντες καὶ παρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῑς ὡς οἱ Λεοντῑνοι… …   Dictionary of Greek

  • υπέραγνος — ον, ΜΑ Ο απόλυτα αγνός (α. «οἱ θεοὶ τοῑς ὑπεράγνοις παρακελευόμενοι», Ιούλ. β. «μεγαλύνωμεν τὴν ἀκηλίδωτον καὶ ὑπέραγνον μητέρα τοῡ Ἐμμανουήλ», Κανών Μεγ. Τετ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”